- κριμνίτης
- κριμν-ίτης [ῑτ] ἄρτος, ὁ, breadA made of κρίμνον, coarse bread, Archestr.Fr.4.13 (κριμματίαν codd.), Iatrocl. ap. Ath.14.646a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] … Dictionary of Greek
κριμνίτης — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριμνίτην — κριμνίτης made of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριμνίταν — κριμνίτᾱν , κριμνίτης made of masc acc sg (epic doric aeolic) κριμνίτης made of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)